ἐπιπλοκή

ἐπιπλοκή
ἐπιπλοκή, ,
A plaiting together, ῥίζαι κατ' ἐπιπλοκὴν δασεῖαι matted roots, Dsc.4.187; ἐπιπλοκαὶ ἀτόμων entanglements, Ph.2.489: metaph.,

τῶν αἰτίων πρὸς ἄλληλα Plot.3.1.2

.
2. union, intercourse,

πρὸς ἀλλήλους Plb.5.37.2

;

τῶν βαρβάρων Str.14.2.28

;

εἰς τοὺς τόπους Plb.2.12.7

(but ἐ. εἰς Πελοπόννησον intermeddling with the affairs of P.,
Id.4.3.3): c. dat., Phld.Ir.p.47 W.; connexion of people with one another, Stoic.3.90, 161 (pl.); φίλων ἐπιπλοκαὶ ἑστιατικαί friendly relations . . , ib.254; sexual intercourse, D.S.4.9, Plu.Sol.20 (pl.), etc.
3. combination of styles, in pl., D.H.Dem.37, Hermog.Stat. 5; concatenation of cause with effect, Chrysipp.Stoic.2.293,265.
4. complexity, confusion, muddle,

τοῦ βίου Men.16.8D.

; ἐ. σοφιστικαί involved arguments,
Alex.Aphr.in Metaph.270.30.
5. Gramm., insertion of a letter, Ath.7.324d, Hdn.Gr.2.928; combination, στοιχείων, λέξεων, A.D.Synt.3.11, 4.10.
b. alloying of metals, Ps.Democr. p.54B.
c. mixed nature of disease, Gal.Sect.Intr.6; esp. of fevers, Id.7.370, al.
6. in Metre, conversion of rhythms by change in order of syllables, Mar. Vict.p.63K.; also, a group of rhythms thus related, ἐ. δυαδικὴ τετράσημος, τρίσημος, ibid., cf. Juba ib.p.94K., Sch.Heph.p.110C., al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιπλοκῇ — ἐπιπλοκή plaiting together fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλοκή — plaiting together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπλοκή — η (Α ἐπιπλοκή) [επιπλέκω] μπέρδεμα, περιπλοκή, εμπλοκή νεοελλ. 1. (για διαφορές προσώπων, ομάδων, κρατών κ.λπ.) εμφάνιση νέων δυσχερειών που δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση, επιδείνωση 2. ιατρ. εμφάνιση νέας νοσηρής καταστάσεως που… …   Dictionary of Greek

  • επιπλοκή — η 1. περιπλοκή, εμπλοκή, μπέρδεμα. 2. μτφ., η επαύξηση των δυσχερειών εξαιτίας νέων δυσκολιών, η επιδείνωση. 3. (ιατρ.), η εμφάνιση πρόσθετου νοσηρού συμπτώματος, η περιπλοκή, η επιδείνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιπλοκαῖς — ἐπιπλοκή plaiting together fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλοκαί — ἐπιπλοκή plaiting together fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλοκῆς — ἐπιπλοκή plaiting together fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλοκήν — ἐπιπλοκή plaiting together fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλοκῶν — ἐπιπλοκή plaiting together fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ …   Dictionary of Greek

  • παραφίμωση — η ιατρ. επιπλοκή τής φίμωσης που συνίσταται σε περίσφιγξη τής βαλάνου τού πέους από την στενωμένη ακροποσθία η οποία έχει τραβηχθεί βίαια προς τα πίσω, επιπλοκή που απαιτεί άμεση χειρουργική επέμβαση για θεραπεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”